- κατωτέρᾳ
- κατωτέρᾱͅ , κάτοςfollowingfem dat comp sg (attic doric aeolic)κατωτέρᾱͅ , κατώτεροςlowerfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατωτέρα — κατωτέρᾱ , κάτος following fem nom/voc/acc comp dual κατωτέρᾱ , κάτος following fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) κατωτέρᾱ , κατώτερος lower fem nom/voc/acc dual κατωτέρᾱ , κατώτερος lower fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατώτερα — κάτος following neut nom/voc/acc comp pl κατώτερος lower neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτέρας — κατωτέρᾱς , κάτος following fem acc comp pl κατωτέρᾱς , κάτος following fem gen comp sg (attic doric aeolic) κατωτέρᾱς , κατώτερος lower fem acc pl κατωτέρᾱς , κατώτερος lower fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτέραν — κατωτέρᾱν , κάτος following fem acc comp sg (attic doric aeolic) κατωτέρᾱν , κατώτερος lower fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Harrowing of Hell — The Harrowing of Hell, depicted in the Petites Heures de Jean de Berry, 14th c. illuminated manuscript commissioned by John, Duke of Berry. The Harrowing of Hell (Latin Descensus Christi ad Inferos the descent of Christ into hell ) is a doctrine… … Wikipedia
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
εδαφολογία — Κλάδος των φυσιογνωστικών επιστημών που ασχολείται με τη μελέτη του εδάφους, όσον αφορά ιδιαίτερα τον τομέα της γεωργίας. Ερευνά επιστημονικά, δηλαδή, τους διάφορους παράγοντες του στρώματος του εδάφους πάνω στο οποίο εξελίσσεται η φυτική ζωή.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κατώτερος — η, ο, θηλ. και έρα (ΑΜ κατώτερος, έρα, ον) [κάτω] αυτός που βρίσκεται χαμηλότερα από κάποιον άλλο (α. «το όριο είναι κατώτερο» β) «καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη», ΚΔ.) νεοελλ. φρ. «κατώτερος άνθρωπος» αυτός που στερείται πνευματικών και… … Dictionary of Greek